- καταπρόσωπα
- και καταπρόσωπο (Μ καταπρόσωπον και καταπρόσωπα)επίρρ.1. ενώπιον κάποιου, παρουσία κάποιου2. κατά μέτωπο, κατάμουτρανεοελλ.με παρρησίαμσν.1. εναντίον κάποιου2. αντίθετα σε κάτι, παραβαίνοντας κάτι3. απέναντι από κάποιον ή κάτι4. αναφορικά με κάποιον5. φανερά, ανοιχτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατά πρόσωπον / πρόσωπα].
Dictionary of Greek. 2013.